κινηματογραφώ — κινηματογραφώ, κινηματογράφησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
κινηματογραφώ — [κινηματογράφος] αποτυπώνω με κινηματογραφική μηχανή την κίνηση προσώπων ή πραγμάτων σε ειδική ταινία για να τήν προβάλω σε οθόνη … Dictionary of Greek
κινηματογράφηση — η [κινηματογραφώ] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού κινηματογραφώ … Dictionary of Greek
γυρίζω — (Μ γυρίζω) 1. [γύρος] 1. περιέρχομαι, περιοδεύω 2. στρέφω κάποιον ή κάτι 3. μεταβάλλω κάποιον ή κάτι 4. κάνω κάποιον να επιστρέψει 5. αλλάζω κατεύθυνση 6. αλλάζω διαθέσεις 7. επιστρέφω, επανέρχομαι νεοελλ. 1. αναστρέφω, αναποδογυρίζω 2. εκτρέπω,… … Dictionary of Greek
λημματογραφώ — 1. συντάσσω κατάλογο λημμάτων, συνήθως με αλφαβητική σειρά 2. συγγράφω λήμματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λήμμα + γράφω (πρβλ. κινηματογραφώ)] … Dictionary of Greek
γυρίζω — γύρισα, γυρίστηκα, γυρισμένος 1. μτβ., περιστρέφω: Γύρισα το διακόπτη της ηλεκτρικής κουζίνας. 2. αλλάζω κατεύθυνση: Μου γύρισε το πρόσωπό της. 3. μτφ., μεταπείθω κάποιον: Ποιος σου γύρισε τα μυαλά; 4. κινηματογραφώ: Αυτός ο σκηνοθέτης γυρίζει… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)